- ὑπεραισχύνομαι
- ὑπεραισχύνομαι [ῡν], [voice] Pass.,A feel much ashamed, ὑ. μὴ . . Aeschin.3.151;
ἐπὶ πράγματι Id.1.33
: c. part., to be ashamed at doing a thing, Dromo 1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπὶ πράγματι Id.1.33
: c. part., to be ashamed at doing a thing, Dromo 1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπεραισχύνομαι — ὑπεραισχύ̱νομαι , ὑπεραισχύνομαι feel much ashamed aor subj mp 1st sg (epic) ὑπεραισχύ̱νομαι , ὑπεραισχύνομαι feel much ashamed pres ind mp 1st sg ὑπεραισχύ̱νομαι , ὑπεραισχύνομαι feel much ashamed aor subj mid 1st sg (epic) ὑπεραισχύ̱νομαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεραισχύνομαι — ΜΑ [αἰσχύνομαι] ντρέπομαι πάρα πολύ, προσέχω πολύ μήπως... (α. «τῶν ὑβριστῶν ὑπεραισχυνόμενοι», Φώτ. β. «ὑπεραισχυνθέντες οἱ ἐν Θήβαις ἄρχοντες, μὴ δόξωσιν ὡς ἀληθῶς εἶναι προδόται», Αισχίν.) αρχ. αισθάνομαι μεγάλη ντροπή γιατί έκανα κάτι κακό … Dictionary of Greek
ὑπεραισχυνθέντες — ὑπεραισχύνομαι feel much ashamed aor part mp masc nom/voc pl ὑπεραισχύνομαι feel much ashamed aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερῃσχυνόμην — ὑπερῃσχῡνόμην , ὑπεραισχύνομαι feel much ashamed imperf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)